δωδεκάπους

δωδεκάπους
δωδεκάπους, -ουν (Α)
αυτός που έχει μήκος δώδεκα ποδών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • δωδεκάπους — twelve feet long masc nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάποδα — δωδεκάπους twelve feet long masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάποδος — δωδεκάπους twelve feet long masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δωδεκάπουν — δωδεκάπους twelve feet long masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πους — Όρος που δηλώνει τη μετρική μονάδα των ελληνικών και λατινικών στίχων. Διακρίνουμε στους π. μία άρση (ισχυρή συλλαβή, συνήθως μακρά, στην οποία πέφτει ο ρυθμικός τόνος) και μία θέση (ασθενή συλλαβή). Η βραχεία συλλαβή (υ) υπολογιζόταν ως μετρική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”